- φιληλιάς
- -άδος, ἡ, Ααυτή που αγαπά τον ήλιο, που τής αρέσει ο ήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἥλιος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. βοσκ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιληλιάς — loving the sun fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)